- χλωρικός
- η , ό[ν] хим. хлорный; хлористый;
χλωρικό κάλιο — хлористый калий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωρικό κάλιο — хлористый калий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωρικός — ή, ό / χλωρικός, ή, όν, ΝΑ [χλωρός] νεοελλ. 1. χημ. συνοπτικός χαρακτηρισμός ορισμένων οξυγονούχων ενώσεων τού χλωρίου και συγκεκριμένα τού χλωρικού οξέος και τών αλάτων του 2. φρ. «χλωρικό κάλιο» χημ. άλας τού χλωρικού οξέος που αποτελεί τη βάση … Dictionary of Greek
χλωρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλώριο, αυτός που περιέχει χλώριο: Το οξύ αυτό λέγεται χλωρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλωρικῆς — χλωρικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερχλωρικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υπερχλωρικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση στην οποία το χλώριο έχει αριθμό οξείδωσης 7 και η οποία παρασκευάζεται από τα άλατα του με επίδραση πυκνού διαλύματος θειικού οξέος β) «υπερχλωρικά άλατα» χημ. τα άλατα που σχηματίζει… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek